- φιλέλαιος
- φιλ-έλαιος, den Ölbaum liebend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φιλέλαιος — ον, Α αυτός που αγαπά τις ελιές, που τού αρέσουν πολύ οι ελιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + έλαιος (< ἐλαία), πρβλ. καλλι έλαιος] … Dictionary of Greek
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek